- συμπλειόνων
- συμπλείονεςseveral togetherneut gen comp plσυμπλείονεςseveral togethergen comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπλείονες — και συμπλέονες, ουδ. συμπλέονα, Α περισσότεροι μαζί («εἶναι δὲ τοσαύτην τὴν ἰσχὺν ὥστε ἑκάστου μὲν καὶ ἑνὸς καὶ συμπλειόνων κρείττω τοῡ δὲ πλήθους ἥττω», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλείων*, πλείονες συγκρ. τού πολύς] … Dictionary of Greek